βαθυρρειτης

βαθυρρειτης
    βαθυρρείτης
    βαθυ-ρρείτης
    -ου adj. m Hom., Hes. = βαθύρροος См. βαθυρροος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βαθυρρειτης" в других словарях:

  • βαθυρρείτης — βαθυρρείτης, ο (Α) (για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < ρεέτης < ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)] …   Dictionary of Greek

  • βαθυρρείτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εϋρρείτης — ἐϋρρείτης, ὁ (Α) εϋρρεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτης (< * ρεFε της < ρεFω), πρβλ. ακαλα ρρείτης, βαθυρρείτης] …   Dictionary of Greek

  • βαθυρρείταο — βαθυρρείτᾱο , βαθυρρείτης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»